κοπάνου

κοπάνου
κόπανον
vessel for braying
neut gen sg
κόπανος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • Ανθεμίων, δήμος — Νέος δήμος (8.147 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Επισκοπής Νάουσας, Κοπανού, Λευκαδίων, Μαρίνης, Μονοσπίτων και Χαριέσσης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”